- μαροκίνο
- τοτο μαροκινό (βλ. μαροκινός).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαροκινό με αναβιβασμό τού τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαροκινό — το δέρμα κατσίκας ειδικά επεξεργασμένο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή χαρτοφυλάκων, στη βιβλιοδεσία κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
μαροκέν — το μαροκινό (βλ. μαροκινός). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maroquin «μαροκινός» < Marocco] … Dictionary of Greek
μαροκινός — ή, ό [Μαρόκο] 1. ο κάτοικος τού Μαρόκου ή αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από το Μαρόκο 2. το ουδ. ως ουσ. το μαροκινό α) κατσικήσιο δέρμα ειδικά κατεργασμένο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή χαρτοφυλάκων ή για βιβλιοδεσία β)… … Dictionary of Greek
ταμπόρ — το, Ν στρ. μαροκινό στρατιωτικό σώμα που συγκροτείται από πολλές εφεδρικές ομάδες και αντιστοιχεί σε ένα τάγμα πεζικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. μαροκινής προέλευσης] … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μαυριτανία — I Αρχαίο βασίλειο της Αφρικής. Βρισκόταν Δ της Νουμιδίας, και περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του Μαρόκο και το δυτικό τμήμα της Αλγερίας. Την εποχή του Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία, και επί Αύγουστου (25 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο βασίλειο της… … Dictionary of Greek
Πέιν, Ρότζερ — (Paine). Άγγλος βιβλιοδέτης. Ένας από τους εισηγητές της βιβλιοδετικής τέχνης στη χώρα του. Τα βιβλία που βιβλιοδέτησε είναι σήμερα περιζήτητα από τους συλλέκτες. Τα αξιολογότερα επιτεύγματά του είναι φιλοτεχνημένα σε μαροκινό δέρμα, χρώματος… … Dictionary of Greek